πολυαχητος

πολυαχητος
    πολυάχητος
    2
    (ᾱ) дор. = πολυήχητος См. πολυηχητος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πολυαχητος" в других словарях:

  • πολυάχητος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. πολυήχητος …   Dictionary of Greek

  • πολυάχητος — πολυά̱χητος , πολυήχητος loud sounding masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυήχητος — και δωρ. τ. πολυάχητος, ον, Α ο πολυηχής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ήχητος (< ἠχῶ), πρβλ. ευ ήχητος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»